τριαντάρι

τριαντάρι
το тридцатка (о деньгах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τριαντάρι" в других словарях:

  • τριαντάρι — το ποσότητα τριάντα όμοιων πραγμάτων: Πλήρωσα ένα τριαντάρι γι αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριαντάρι — το, Ν 1. ποσό που αποτελείται από τριάντα όμοια πράγματα 2. χρηματικό ποσό συνολικής αξίας τριάντα δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + υποκορ. κατάλ. άρι (πρβλ. εικοσ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • τριανταριά — η, Ν [τριαντάρι] (μόνο στη φρ.) «καμιά τριανταριά» περίπου τριάντα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»